Αἰακός

Αἰακός
Αἰᾰκός (-οῦ, -ῷ, -όν.) son of Zeus and Aigina, father of Peleus, Telamon, Phokos, first king and patron deity of Aigina.
1

χώραν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ O. 8.30

ἀποπέμπων Αἰακὸν O. 8.50

πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ P. 8.99

Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28

ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (ἀντὶ τοῦ ἐν τῷ ἡρῴῳ τοῦ Αἰακοῦ. Σ.) N. 5.53 λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν (= Δία)

ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυ τεῦσαι N. 7.84

ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι N. 8.13

ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε I. 5.35

(Οἰνοπίαν)

δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων I. 8.22

κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ (cf. titulum, Αἰγινήταις εἰς Αἰακόν) Πα. 1. 3. ]Αἰακ[ (cf. tit. Αἰγινή[ταις.) Πα. 22h. 7.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αἰακός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιακός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αίγινας, γιος του Δία και της Αίγινας, μιας από τις είκοσι κόρες του αργολικού ποταμού Ασωπού. Ο Δίας είχε αγαπήσει την κόρη του Ασωπού και, αφού μεταμορφώθηκε σε αετό, την άρπαξε και την πήγε στο ερημονήσι του… …   Dictionary of Greek

  • Эак — (Αίακός) сын Зевса и дочери бога (реки) Асопа Эгины, основатель рода Эакидов, распространенного в Фессалии, на Саламине и Эгине и, вероятно, переселившегося в эти местности из Додонской области, где он имел близкое отношение к культу Зевса (так,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Αἰακοί — Αἰακός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰακοῦ — Αἰακός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰακούς — Αἰακός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰακέ — Αἰακός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰακῷ — Αἰακός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰακόν — Αἰακός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰακώς — Αἰακός masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴακε — Αἴακος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”